- καλαβρισμός
- καλαβρισμός, ὁ (Α)βλ. κολαβρισμὸς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τελεσιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης και χαλκουργός από την Αθήνα, που έζησε στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. Αναφέρεται ως ο κατασκευαστής δύο περίφημων πλαστικών έργων της Τήνου από χαλκό που παριστάνουν τον Ποσειδώνα και την Αφροδίτη. 2. Μουσικός… … Dictionary of Greek